- συνεπόμενα
- συνέπομαιfollow along withpres part mp neut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνεπομένας — συνεπομένᾱς , συνέπομαι follow along with pres part mp fem acc pl συνεπομένᾱς , συνέπομαι follow along with pres part mp fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνέπομαι — ΜΑ [ἕπομαι] 1. ακολουθώ από κοντά (α. «συνέψασθαί οἱ», Άνν. Κομν. β. «ποίμναις... συνειπόμην», Σοφ.) 2. έχω στενές σχέσεις με κάποιον αρχ. 1. ακολουθώ κάποιον μαζί με κάποιον άλλο («οἱ πλεῑστοι ἐκ Κορίνθου στρατιῶται ἐθελονταὶ ξυνέσποντο», Θουκ.) … Dictionary of Greek